χερσονήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χερσονήσιος''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς χερσόνησον, ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς χερσόνησον, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Εὐρ. Ἑκ. 8. 33, κ. ἀλλ.
|lstext='''χερσονήσιος''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς χερσόνησον, ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς χερσόνησον, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Εὐρ. Ἑκ. 8. 33, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[χερρονήσιος]], -ησία, -ον, Α [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χερσόνησο της Θράκης («ὅς τὴν ἀρίστην Χερσονησίαν [[πλάκα]] σπείρει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ χερσονήσιον</i><br />τα έσοδα από τη χερσόνησο, [[κτήμα]] του ιερού της Δήλου<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Χερσονήσιοι</i> και <i>Χερρονήσιοι</i><br />οι κάτοικοι διαφόρων [[πόλεων]] που έφεραν την [[ονομασία]] Χερσόνησος ή Χερρόνησος<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Χερσονήσια</i><br />[[ονομασία]] γιορτής στη Δήλο.
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσονήσιος Medium diacritics: χερσονήσιος Low diacritics: χερσονήσιος Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΙΟΣ
Transliteration A: chersonḗsios Transliteration B: chersonēsios Transliteration C: chersonisios Beta Code: xersonh/sios

English (LSJ)

later χερρ-, α, ον,

   A peninsular, Hsch.    II of the Thracian Chersonese, E.Hec.8,33, al.    III Χερσονήσια, τά, festival at Delos, Inscr.Délos353B45, 366A132 (iii B. C.).    2 χερσονήσιον, τό, revenue from the χερσόνησος (a domain of the Delian temple), ib.354.22, al. (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1351] att. χεῤῥον., von einer Halbinsel, ihr ähnlich, dazu gehörig.

Greek (Liddell-Scott)

χερσονήσιος: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς χερσόνησον, ἢ ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Εὐρ. Ἑκ. 8. 33, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και χερρονήσιος, -ησία, -ον, Α χερσόνησος / χερρόνησος
1. αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χερσόνησο της Θράκης («ὅς τὴν ἀρίστην Χερσονησίαν πλάκα σπείρει», Ευρ.)
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ χερσονήσιον
τα έσοδα από τη χερσόνησο, κτήμα του ιερού της Δήλου
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Χερσονήσιοι και Χερρονήσιοι
οι κάτοικοι διαφόρων πόλεων που έφεραν την ονομασία Χερσόνησος ή Χερρόνησος
5. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Χερσονήσια
ονομασία γιορτής στη Δήλο.