Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />neigeux, couvert de neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />neigeux, couvert de neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χιονώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χιών]], <i>χιόνος</i>]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] χιόνια (α. «[[χιονώδης]] [[καιρός]]» β. «χειμὼν [[χιονώδης]]», Γεωπ.<br />γ. «χιωνῶδες [[χωρίον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], [[χιονάτος]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονώδης Medium diacritics: χιονώδης Low diacritics: χιονώδης Capitals: ΧΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: chionṓdēs Transliteration B: chionōdēs Transliteration C: chionodis Beta Code: xionw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A snowy, Hp.Epid.3.2, E.Hec.81 (anap.), A.R.1.826, Nic.Al.150, Call.Fr.1.53P.; βόλβα AP11.410 (Luc.); αἶγες Orac. ap.D.S.7.16.

German (Pape)

[Seite 1357] ες, zsgzgn statt χιονοειδής; Θρῄκη Eur. Hec. 81; sp. D., wie Nonn. D. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

χιονώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χιονοειδής, πλήρης χιόνων, ἢ ὅμοιος χιόνι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1082· χιονώδης Θρῂκη Εὐρ. Ἑκ. 81.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: χιών, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / χιονώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χιών, χιόνος]
1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ.
γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.)
2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος.