Χημία: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(13) |
(46) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*xhmi/a | |Beta Code=*xhmi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">Black-land. Chemmi</b>, Egyptian name for Egypt, Plu. 2.364c. (Egypt. <b class="b2">Kmt</b>, Copt. <*> 'Egypt'.)</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">Black-land. Chemmi</b>, Egyptian name for Egypt, Plu. 2.364c. (Egypt. <b class="b2">Kmt</b>, Copt. <*> 'Egypt'.)</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[Αίγυπτος]], η γη της Αιγύπτου<br /><b>2.</b> το μαύρο [[τμήμα]] του ματιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή [[γλώσσα]] για να δηλωθεί το [[κράτος]] της Αιγύπτου (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmt</i>, κοπτικό <i>XHΜΙ</i>), του οποίου η αρχική σημ. [[είναι]] «μαύρη [[χώρα]]» (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmm</i> «[[είμαι]] [[μαύρος]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A Black-land. Chemmi, Egyptian name for Egypt, Plu. 2.364c. (Egypt. Kmt, Copt. <*> 'Egypt'.)
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η Αίγυπτος, η γη της Αιγύπτου
2. το μαύρο τμήμα του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή γλώσσα για να δηλωθεί το κράτος της Αιγύπτου (πρβλ. αιγυπτιακό Kmt, κοπτικό XHΜΙ), του οποίου η αρχική σημ. είναι «μαύρη χώρα» (πρβλ. αιγυπτιακό Kmm «είμαι μαύρος»)].