χιλιοστός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />millième.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
|btext=ή, όν :<br />millième.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χιλιοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που κατέχει τον αριθμό [[χίλια]] σε [[σειρά]] ή [[τάξη]] (α. «ο [[χιλιοστός]] [[επιβάτης]]» β. «οὐκ ἂν κριθείην [[οὔτε]] [[πρῶτος]] [[οὔτε]] [[δεύτερος]] [[οἶμαι]] δὲ οὐδὲ [[χιλιοστός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χιλιοστό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χιλιοστή</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χιλιοστή<br />[[τέλος]] ἀπὸ τῆς θυσίας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίλιοι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οστός</i>. (αναλογικά [[προς]] το [[εικοστός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑκατ</i>-<i>οστός</i>].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοστός Medium diacritics: χιλιοστός Low diacritics: χιλιοστός Capitals: ΧΙΛΙΟΣΤΟΣ
Transliteration A: chiliostós Transliteration B: chiliostos Transliteration C: chiliostos Beta Code: xiliosto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thousandth, X.Cyr.2.3.6, Pl.Phdr.249b, R.615c, etc.: ἡ χ. tax of 1000th, PEleph.14.12 (iii B. C.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1356] der tausendste, Plat. Phaedr. 249 b u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοστός: -ή, -όν, τακτικὸν ἀριθμ. τοῦ χίλιοι, τῷ χιλιοστῷ ἔτει Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β, Πολ. 615C, Ξεν., κλπ.· ἡ χιλιοστὴ, τέλος, δασμὸς τοῦ χιλιοστοῦ μέρους, «τέλος ἀπὸ τῆς ☥θυσίας» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
millième.
Étymologie: χίλιοι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χιλιοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που κατέχει τον αριθμό χίλια σε σειρά ή τάξη (α. «ο χιλιοστός επιβάτης» β. «οὐκ ἂν κριθείην οὔτε πρῶτος οὔτε δεύτερος οἶμαι δὲ οὐδὲ χιλιοστός», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιοστό
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ χιλιοστή
(κατά τον Ησύχ.) «χιλιοστή
τέλος ἀπὸ τῆς θυσίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -οστός. (αναλογικά προς το εικοστός), πρβλ. ἑκατ-οστός].