άλλοθι: Difference between revisions
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(3) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλλοθι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (τοπικό) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[αλλού]], [[ιδίως]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />β) <b>φρ.</b> «[[ἄλλοθι]] γαίης», σε [[άλλη]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />«[[ἄλλοθι]] καὶ [[ἄλλοθι]]», σε διάφορα [[σημεία]]<br />«[[ἄλλοθι]] πάτρης», [[αλλού]] και όχι στην [[πατρίδα]], δηλ. [[μακριά]] από την [[πατρίδα]]<br />γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως [[αντί]] του [[ἄλλοσε]]<br /><b>2.</b> ([[τροπικό]]) κατ’ [[άλλο]] τρόπο, από άλλες αιτίες<br /><b>3.</b> [[πάνω]] σε [[άλλο]] [[θέμα]], σε [[άλλο]] [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] (<b> | |mltxt=[[ἄλλοθι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (τοπικό) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[αλλού]], [[ιδίως]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />β) <b>φρ.</b> «[[ἄλλοθι]] γαίης», σε [[άλλη]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br />«[[ἄλλοθι]] καὶ [[ἄλλοθι]]», σε διάφορα [[σημεία]]<br />«[[ἄλλοθι]] πάτρης», [[αλλού]] και όχι στην [[πατρίδα]], δηλ. [[μακριά]] από την [[πατρίδα]]<br />γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως [[αντί]] του [[ἄλλοσε]]<br /><b>2.</b> ([[τροπικό]]) κατ’ [[άλλο]] τρόπο, από άλλες αιτίες<br /><b>3.</b> [[πάνω]] σε [[άλλο]] [[θέμα]], σε [[άλλο]] [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] (<b>πρβλ.</b> και <i>ἀλλο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική [[κατάληξη]] -<i>θι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b>. [[άλλοθι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοθιγενής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 22 December 2018
Greek Monolingual
ἄλλοθι επίρρ. (Α)
1. (τοπικό) α) σε άλλο τόπο, αλλού, ιδίως σε ξένη χώρα
β) φρ. «ἄλλοθι γαίης», σε άλλη, σε ξένη χώρα
«ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι», σε διάφορα σημεία
«ἄλλοθι πάτρης», αλλού και όχι στην πατρίδα, δηλ. μακριά από την πατρίδα
γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως αντί του ἄλλοσε
2. (τροπικό) κατ’ άλλο τρόπο, από άλλες αιτίες
3. πάνω σε άλλο θέμα, σε άλλο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-) + επιρρηματική κατάληξη -θι.
ΠΑΡ. νεοελλ.. άλλοθι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλλοθιγενής].