Μοσσύνοικοι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(25) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Μοσσύνοικοι]], οι (Α)<br />[[ασιατικός]] [[λαός]] που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά της Μαύρης Θάλασσας, [[κοντά]] στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο [[οποίος]] πήρε την [[ονομασία]] του από τους <i>μόσσυνας</i>, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσσυν]] <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b> | |mltxt=[[Μοσσύνοικοι]], οι (Α)<br />[[ασιατικός]] [[λαός]] που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά της Μαύρης Θάλασσας, [[κοντά]] στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο [[οποίος]] πήρε την [[ονομασία]] του από τους <i>μόσσυνας</i>, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσσυν]] <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>άγρ</i>-<i>οικος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 22 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], οἱ, a tribe on the south shore of the Euxine who lived in μόσσυνες (q.v.), Hecat.204 J., Hdt.3.94, 7.78, Arist.Mir.835a9, A.R.2.1016, etc.
French (Bailly abrégé)
ou Μοσύνοικοι;
ων (οἱ) :
les Mossynœkes, propr. « habitants de huttes en bois », peuples du Pont et de la Scythie.
Étymologie: μόσσυν, οἰκέω.
Greek Monolingual
Μοσσύνοικοι, οι (Α)
ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά της Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσσυν + οἶκος (πρβλ. άγρ-οικος)].