απειρέσιος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπειρέσιος]], -α, -ον κ. [[απερείσιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη [[θέση]] της λ. στον στίχο. Ο [[παράλληλος]] τ. [[απείριτος]] απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. [[πόντος]], ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική [[γλώσσα]] χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. [[απειρέσιος]] πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του [[πείρω]] <i>α</i> -<i>πέρ</i> -<i>ετος</i> παρεκτεταμένο με το [[επίθημα]] -<i>ιος</i> ή από το <i>απείρετος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πείραρ]] «[[τέρμα]]». Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[απείριτος]] προέρχεται από τ. <i>α</i> -<i>περι</i> -<i>ιτος</i>, όπου <i>ιτος</i> ρηματ. επίθ. του [[είμι]] ( | |mltxt=[[ἀπειρέσιος]], -α, -ον κ. [[απερείσιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη [[θέση]] της λ. στον στίχο. Ο [[παράλληλος]] τ. [[απείριτος]] απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. [[πόντος]], ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική [[γλώσσα]] χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. [[απειρέσιος]] πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του [[πείρω]] <i>α</i> -<i>πέρ</i> -<i>ετος</i> παρεκτεταμένο με το [[επίθημα]] -<i>ιος</i> ή από το <i>απείρετος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πείραρ]] «[[τέρμα]]». Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[απείριτος]] προέρχεται από τ. <i>α</i> -<i>περι</i> -<i>ιτος</i>, όπου <i>ιτος</i> ρηματ. επίθ. του [[είμι]] (πρβλ. <i>αμάξιτος</i>), δεν ικανοποιεί]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀπειρέσιος, -α, -ον κ. απερείσιος, -α, -ον (Α)
1. απεριόριστος, απέραντος
2. αναρίθμητος, πολύς
3. ανείπωτος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος τ. απείριτος απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. πόντος, ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική γλώσσα χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. απειρέσιος πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του πείρω α -πέρ -ετος παρεκτεταμένο με το επίθημα -ιος ή από το απείρετος < πείραρ «τέρμα». Η υπόθεση ότι ο τ. απείριτος προέρχεται από τ. α -περι -ιτος, όπου ιτος ρηματ. επίθ. του είμι (πρβλ. αμάξιτος), δεν ικανοποιεί].