ασεβής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές και άσεβος, -η -ο (AM [[ἀσεβής]], -ές)<br />αυτός που δεν σέβεται τα [[θεία]], ο [[βέβηλος]] ή ο [[ιερόσυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[ασέβεια]] [[προς]] τους άξιους σεβασμού<br /><b>2.</b> αυτός που εκδηλώνει [[ασέβεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ασεβής]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβας]], ενώ ο τ. <i>άσεβος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ασεβής]], με μεταπλασμό [[κατά]] τα εις -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αβαθής]] -[[άβαθος]], [[αβλαβής]] -[[άβλαβος]], [[ατυχής]] -[[άτυχος]] κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασέβεια]], [[ασεβώ]]].
|mltxt=-ές και άσεβος, -η -ο (AM [[ἀσεβής]], -ές)<br />αυτός που δεν σέβεται τα [[θεία]], ο [[βέβηλος]] ή ο [[ιερόσυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[ασέβεια]] [[προς]] τους άξιους σεβασμού<br /><b>2.</b> αυτός που εκδηλώνει [[ασέβεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ασεβής]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβας]], ενώ ο τ. <i>άσεβος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ασεβής]], με μεταπλασμό [[κατά]] τα εις -<i>ος</i> (πρβλ. [[αβαθής]] -[[άβαθος]], [[αβλαβής]] -[[άβλαβος]], [[ατυχής]] -[[άτυχος]] κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασέβεια]], [[ασεβώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ές και άσεβος, -η -ο (AM ἀσεβής, -ές)
αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος
νεοελλ.
1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού
2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α-στερ. + -σεβής < σέβας, ενώ ο τ. άσεβος < ασεβής, με μεταπλασμό κατά τα εις -ος (πρβλ. αβαθής -άβαθος, αβλαβής -άβλαβος, ατυχής -άτυχος κ.ά.
ΠΑΡ. ασέβεια, ασεβώ].