ασβολώνω: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἀσβολῶ, -όω) [[άσβολος]]<br />[[μαυρίζω]], [[σκεπάζω]] με [[καπνιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τυφλώνω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να χάσει τη [[διαύγεια]] του πνεύματος ( | |mltxt=(AM ἀσβολῶ, -όω) [[άσβολος]]<br />[[μαυρίζω]], [[σκεπάζω]] με [[καπνιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τυφλώνω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να χάσει τη [[διαύγεια]] του πνεύματος (πρβλ. [[αποσβολώνω]])<br /><b>3.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ασβολωμένος</i><br />α) [[άτυχος]], δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες»)<br />β) [[καταραμένος]] («[[μοίρα]] ασβολωμένη»)<br />γ) [[πελιδνός]], [[μαυροκίτρινος]] («στην όψη ασβολωμένος»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
(AM ἀσβολῶ, -όω) άσβολος
μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά
νεοελλ.
1. τυφλώνω
2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω)
3. (μτχ.) ασβολωμένος
α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες»)
β) καταραμένος («μοίρα ασβολωμένη»)
γ) πελιδνός, μαυροκίτρινος («στην όψη ασβολωμένος»).