ἀγριωπός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[de aspecto feroz]] ὄμμα Γοργόνος E.<i>HF</i> 990, τέρας E.<i>Ba</i>.542, τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου Plu.<i>Mar</i>.14, cf. Sch.A.<i>Pers</i>.614D.
|dgtxt=-όν<br />[[de aspecto feroz]] ὄμμα Γοργόνος E.<i>HF</i> 990, τέρας E.<i>Ba</i>.542, τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου Plu.<i>Mar</i>.14, cf. Sch.A.<i>Pers</i>.614D.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγριωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγρια όψη, αγριωπό [[βλέμμα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:09, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριωπός Medium diacritics: ἀγριωπός Low diacritics: αγριωπός Capitals: ΑΓΡΙΩΠΟΣ
Transliteration A: agriōpós Transliteration B: agriōpos Transliteration C: agriopos Beta Code: a)griwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A wild-looking, ὄμμα E.HF990, cf.Ba.542; τὸ ἀ. τοῦ προσώπου Plu.Mar.14, cf. Corn.ND6.

German (Pape)

[Seite 23] wild blickend, ὄμμα Γοργόνος Eur. Herc. F. 990; τέρας Bacch. 542; τὸ τοῦ προσώπου ἀγρ., der wilde Blick, Plut. Mar. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριωπός: -όν, ὁ ἀγρίαν, ἔχων ὄψιν, ὄμμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 990, πρβλ. Βάκχ. 541· τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου, Πλουτ. Μάρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
au regard farouche.
Étymologie: ἄγριος, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν
de aspecto feroz ὄμμα Γοργόνος E.HF 990, τέρας E.Ba.542, τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου Plu.Mar.14, cf. Sch.A.Pers.614D.

Greek Monotonic

ἀγριωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγρια όψη, αγριωπό βλέμμα, σε Ευρ.