ἀγχίαλος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀγχίᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -η, -ον <i>h.Ap</i>.32, Androm.171]<br />[[que está junto al mar]], [[ribereño]] de ciudades Χαλκίς <i>Il</i>.2.640, cf. 697, Κίρρας μυχοί B.4.14, cf. E.<i>Fr</i>.74, Σμύρνης ἀγχιάλοις ... ἐπ' ἀϊόσιν en las orillas ribereñas de Esmirna</i>, <i>ISmyrna</i> 512.6 (III a.C.), de islas <i>h.Ap</i>.l.c., A.<i>Pers</i>.890, S.<i>Ai</i>.135, E.<i>Fr</i>.752f.26, de las aguas de la fuente Aretusa ἀγχίαλα ὕδατα E.<i>IA</i> 169, δάφνη A.R.2.160, [[ἀκτή]] A.R.2.914, ἐρίπναι Nonn.<i>D</i>.39.219, ἄρουραι Nonn.<i>D</i>.40.342, ἐπ' ἀγχιάλοις πιτύεσσι Euph.20.1.
|dgtxt=(ἀγχίᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -η, -ον <i>h.Ap</i>.32, Androm.171]<br />[[que está junto al mar]], [[ribereño]] de ciudades Χαλκίς <i>Il</i>.2.640, cf. 697, Κίρρας μυχοί B.4.14, cf. E.<i>Fr</i>.74, Σμύρνης ἀγχιάλοις ... ἐπ' ἀϊόσιν en las orillas ribereñas de Esmirna</i>, <i>ISmyrna</i> 512.6 (III a.C.), de islas <i>h.Ap</i>.l.c., A.<i>Pers</i>.890, S.<i>Ai</i>.135, E.<i>Fr</i>.752f.26, de las aguas de la fuente Aretusa ἀγχίαλα ὕδατα E.<i>IA</i> 169, δάφνη A.R.2.160, [[ἀκτή]] A.R.2.914, ἐρίπναι Nonn.<i>D</i>.39.219, ἄρουραι Nonn.<i>D</i>.40.342, ἐπ' ἀγχιάλοις πιτύεσσι Euph.20.1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίᾰλος:''' -ον και -η, -ον (ἅλς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη [[θάλασσα]], λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται και για νησιά, αυτός που είναι ζωσμένος από [[θάλασσα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:09, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχίᾰλος Medium diacritics: ἀγχίαλος Low diacritics: αγχίαλος Capitals: ΑΓΧΙΑΛΟΣ
Transliteration A: anchíalos Transliteration B: anchialos Transliteration C: agchialos Beta Code: a)gxi/alos

English (LSJ)

ον, also η, ον h.Ap.32, Androm. ap. Gal.14.42: (ἅλς):— poet. word,

   A near the sea, of cities, Il.2.640; Ἐπίδαυρος Androm.l.c.; Κίρρας μυχοί B.4.14; of islands, sea-girt, as Peparethos, Lemnos, Salamis, h.Ap. l.c., A.Pers.887 (lyr.), S.Aj.135 (lyr.), AP9.288 (Gemin.); of the fountain Arethusa, ἀ. ὕδατα E.IA169 (lyr.), cf. A.R.2.160.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 entouré par la mer;
2 voisin de la mer, maritime.
Étymologie: ἄγχι, ἅλς.

English (Autenrieth)

(ἅλς): near the sea.

Spanish (DGE)

(ἀγχίᾰλος) -ον

• Morfología: [tb. -η, -ον h.Ap.32, Androm.171]
que está junto al mar, ribereño de ciudades Χαλκίς Il.2.640, cf. 697, Κίρρας μυχοί B.4.14, cf. E.Fr.74, Σμύρνης ἀγχιάλοις ... ἐπ' ἀϊόσιν en las orillas ribereñas de Esmirna, ISmyrna 512.6 (III a.C.), de islas h.Ap.l.c., A.Pers.890, S.Ai.135, E.Fr.752f.26, de las aguas de la fuente Aretusa ἀγχίαλα ὕδατα E.IA 169, δάφνη A.R.2.160, ἀκτή A.R.2.914, ἐρίπναι Nonn.D.39.219, ἄρουραι Nonn.D.40.342, ἐπ' ἀγχιάλοις πιτύεσσι Euph.20.1.

Greek Monotonic

ἀγχίᾰλος: -ον και -η, -ον (ἅλς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται και για νησιά, αυτός που είναι ζωσμένος από θάλασσα, σε Αισχύλ., Σοφ.