αἰτητικός: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτητικός]], -ή, -όν)<br />[[απαιτητικός]], [[επίμονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αἰτητικῶς ἔχω [[πρός]] τινα», του [[ζητώ]] επίμονα [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μπορεί να παράγεται από το [[αἰτητής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἰτῶ</i>) ή -λόγω της σημασίας του<br />απευθείας από το ρ. <i>αἰτῶ</i> ή και το [[αἴτησις]], [[πράγμα]] που φαίνεται πιθανότερο]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτητικός]], -ή, -όν)<br />[[απαιτητικός]], [[επίμονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αἰτητικῶς ἔχω [[πρός]] τινα», του [[ζητώ]] επίμονα [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μπορεί να παράγεται από το [[αἰτητής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἰτῶ</i>) ή -λόγω της σημασίας του<br />απευθείας από το ρ. <i>αἰτῶ</i> ή και το [[αἴτησις]], [[πράγμα]] που φαίνεται πιθανότερο]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰτητικός:''' -ή, -όν ([[αἰτέω]]), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fond of asking, τινός Arist.EN1120a33. Adv. αἰτητικῶς, ἔχειν πρός τινα D.L.6.31.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα, Διογ. Λ. 6. 31.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui aime à demander;
2 qui convient pour demander.
Étymologie: αἰτέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. pedigüeño Arist.EN 1120a33.
2 de cosas petitorio στίχος Plu.2.334e, ἐρώτημα δέ ἐστι πρᾶγμα αὐτοτελὲς μὲν ... αἰτητικὸν δὲ ἀποκρίσεως Chrysipp.Stoic.2.61, cf. Origenes M.12.1529B.
II adv. -ῶς haciendo colectas αἰ. ἔχειν πρὸς τοὺς γονέας D.L.6.31.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτητικός, -ή, -όν)
απαιτητικός, επίμονος
αρχ.
φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», του ζητώ επίμονα κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής (< αἰτῶ) ή -λόγω της σημασίας του
απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που φαίνεται πιθανότερο].
Greek Monotonic
αἰτητικός: -ή, -όν (αἰτέω), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.