ἀθυρόγλωττος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d’une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]]. | |btext=ος, ον :<br />d’une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀθῠρόγλωττος:''' -ον ([[θύρα]], [[γλῶττα]]), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το [[στόμα]] του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, [[πολυλογάς]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (-γλωσσος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.
Greek Monotonic
ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.