αἵμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(Autenrieth)
(2)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[skilled]] in, w. gen., Il. 5.496†.
|auten=[[skilled]] in, w. gen., Il. 5.496†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἵμων:''' -ονος, ὁ I. = [[δαήμων]], [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]]· με γεν., <i>αἵμονα θήρης</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[αἷμα]]) [[γεμάτος]] από [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:33, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἵμων Medium diacritics: αἵμων Low diacritics: αίμων Capitals: ΑΙΜΩΝ
Transliteration A: haímōn Transliteration B: haimōn Transliteration C: aimon Beta Code: ai(/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, dub. sens., perh.

   A eager, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης Il. 5.49; expl. by Gramm. as = δαίμων, for δαήμων, skilful, cf. EM251.13.    II (αἷμα) bloody, E.Hec.90, dub.l.in A.Supp.847 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἵμων: -ονος, ὁ, = δαίμων Β, δαήμων, ἐπιτήδειος, ἔμπειρος, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης, Ἰλ. Ε. 49· ἴδε Ἑρμάν. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1450. ΙΙ. (αἷμα) πλήρης αἵματος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 847, Εὐρ. Ἑκ. 90.

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sanglant.
Étymologie: αἷμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
avide de, passionné pour, selon d’autres habile à (la chasse), gén..
Étymologie: DELG hapax d’origine incertaine.

English (Autenrieth)

skilled in, w. gen., Il. 5.496†.

Greek Monotonic

αἵμων: -ονος, ὁ I. = δαήμων, επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός, έμπειρος σε κάτι· με γεν., αἵμονα θήρης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (αἷμα) γεμάτος από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.