ἀκίχητος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκίχητος]], -ον (Α) [[κιχάνω]]<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σκληρός]], [[απρόσιτος]].
|mltxt=[[ἀκίχητος]], -ον (Α) [[κιχάνω]]<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σκληρός]], [[απρόσιτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκίχητος:''' [ῐ], -ον ([[κιχάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν φθάνεται, [[ανέφικτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν προσεγγίζεται με ικεσίες ή παρακλήσεις, [[αμείλικτος]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίχητος Medium diacritics: ἀκίχητος Low diacritics: ακίχητος Capitals: ΑΚΙΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akíchētos Transliteration B: akichētos Transliteration C: akichitos Beta Code: a)ki/xhtos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A not to be reached, unattainable, ἀκίχητα διώκων Il. 17.75; μεταθεῖν Ael.NA4.52; not to be overtaken, swift, ἀκίχητος ἀΐσσειν Nonn.D.45.236, cf. Tryph.333.    II not to be reached by prayer, inexorable, ἤθεα A.Pr.186.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίχητος: [ῐ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φθάσῃ, νὰ ἐπιτύχῃ, ἀκίχητα διώκων, Ἰλ. Ρ. 75· μεταθεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. 4, 52. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπρόσιτος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Πρ. 184.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on ne peut atteindre, insaisissable;
2 sur qui l’on n’a pas prise, inexorable.
Étymologie: ἀ, κιχάνω.

English (Autenrieth)

(κιχάνω): unattainable; ἀκίχητα διώκων, Il. 17.75†.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
I 1inalcanzable ἀκίχητα διώκων Il.17.75, μεταθεῖν Ael.NA 4.52, ὀρνίθων πορείη Nonn.D.1.143, αἰών Nonn.Par.Eu.Io.8.35, de Dioniso ἀίξας ἀ. Nonn.D.45.236, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.8.59, 12.1, ἄχρονος ἦν, ἀκίχητος Nonn.Par.Eu.Io.1.1.
2 inaccesible, incognoscible ἤθεα καὶ κέαρ A.Pr.184.
II adv. -α de modo inalcanzable, sin rastro πλαζομένης ἀκίχητα Nonn.D.9.294.

Greek Monolingual

ἀκίχητος, -ον (Α) κιχάνω
1. ακατόρθωτος
2. άκαμπτος, σκληρός, απρόσιτος.

Greek Monotonic

ἀκίχητος: [ῐ], -ον (κιχάνω),
I. αυτός που δεν φθάνεται, ανέφικτος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν προσεγγίζεται με ικεσίες ή παρακλήσεις, αμείλικτος, σκληρός, σε Αισχύλ.