ἀκροβολιστής: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀκροβολιστής]]) [[ἀκροβολίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] ([[πεζός]] ή [[ιππέας]]) που μετέχει σε ακροβολιστική [[διάταξη]]<br />η [[γραμμή]] τών ακροβολιστών λέγεται και [[αλυσίδα]] ακροβολιστών</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται, που βάλλει από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[έφιππος]] [[τοξότης]] ή [[ακοντιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκροβολίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολιστικός]]]. | |mltxt=ο (Α [[ἀκροβολιστής]]) [[ἀκροβολίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] ([[πεζός]] ή [[ιππέας]]) που μετέχει σε ακροβολιστική [[διάταξη]]<br />η [[γραμμή]] τών ακροβολιστών λέγεται και [[αλυσίδα]] ακροβολιστών</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται, που βάλλει από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[έφιππος]] [[τοξότης]] ή [[ακοντιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκροβολίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολιστικός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκροβολιστής:''' -οῦ, ὁ, = το επόμ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = -βόλος 11, X.Cyr.6.1.28. II mounted bowman or javelineer, Ascl.Tact.7.1, Ael.Tact.2.13, Arr.Tact. 4.5.
German (Pape)
[Seite 83] ὁ, der aus der Ferne schießt, Plänkeler, Xen. Cyr. 6, 1, 28, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολιστής: -οῦ, ὁ, = τῷ Ἑπομ., Ξεν. Κύρ. 6.1, 28.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui lance des traits de loin, tirailleur.
Étymologie: ἀκροβολίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 milit. escaramuzador, cazador τοῦτο ἐν ἀκροβολιστῶν μέρει εἶναι (el grueso de la infantería) quedaba reducido al papel de escaramuzadores X.Cyr.6.1.28.
2 tirador montado Ascl.Tact.7.1, Ael.Tact.2.12, 13, Arr.Tact.4.5.
Greek Monolingual
ο (Α ἀκροβολιστής) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
στρατιώτης (πεζός ή ιππέας) που μετέχει σε ακροβολιστική διάταξη
η γραμμή τών ακροβολιστών λέγεται και αλυσίδα ακροβολιστών
αρχ.
1. αυτός που μάχεται, που βάλλει από μακριά
2. έφιππος τοξότης ή ακοντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβολίζομαι.
ΠΑΡ. ακροβολιστικός].
Greek Monotonic
ἀκροβολιστής: -οῦ, ὁ, = το επόμ., σε Ξεν.