ἁλιερκής: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιερκής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]»).
|mltxt=[[ἁλιερκής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιερκής:''' -ές (ὅλς, [[ἕρκος]]), περιτριγυρισμένος από [[θάλασσα]], περίκλειστός από [[θάλασσα]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιερκής Medium diacritics: ἁλιερκής Low diacritics: αλιερκής Capitals: ΑΛΙΕΡΚΗΣ
Transliteration A: halierkḗs Transliteration B: halierkēs Transliteration C: alierkis Beta Code: a(lierkh/s

English (LSJ)

ές,

   A sea-fenced, sea-girt, of Aegina, Pi.O.8.25; of the Isthmus, Id.I.1.9; ἁ. ὄχθαι Id.P.1.18.

German (Pape)

[Seite 96] ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσθμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχθη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιερκής: -ές, ὁ ἔχων ὅρκος τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
enfermé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἕρκος.

English (Slater)

ᾰλῐερκής
   1 sea-girt, sea-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) (O. 8.25) ταί θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D & P, 522.) (P. 1.18) τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.9)

Spanish (DGE)

(ἁλῐερκής) -ές

• Prosodia: [ᾰ-]
cercado por el mar χώρα de Egina, Pi.O.8.25, δειράς del Istmo, Pi.I.1.9, ὄχθαι de Cumas, Pi.P.1.18, γαίη Opp.H.3.175.

Greek Monolingual

ἁλιερκής, -ὲς (Α)
αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ερκής (< ἕρκος «φραγμός»).

Greek Monotonic

ἁλιερκής: -ές (ὅλς, ἕρκος), περιτριγυρισμένος από θάλασσα, περίκλειστός από θάλασσα, σε Πίνδ.