ἀμελετησία: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀμελετησία]]) [[ἀμελέτητος]]<br />[[έλλειψη]] μελέτης ή άσκησης, [[παραμέληση]]. | |mltxt=η (Α [[ἀμελετησία]]) [[ἀμελέτητος]]<br />[[έλλειψη]] μελέτης ή άσκησης, [[παραμέληση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμελετησία:''' ἡ, [[έλλειψη]], [[παραμέληση]] ασκήσεως και μελέτης, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A want of practice, negligence, Pl.Tht.153b; μνήμης Id.Phdr.275a, cf. Eus.Mynd.Fr.33, Ph.1.548, etc.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, Mangelan Uebung, Vernachlässigung, μνήμης Plat. Phaedr. 275 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελετησία: ἡ, ἔλλειψις ἀσκήσεως ἢ μελέτης, παραμέλησις μελέτης, Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· μνήμης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 275Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut d’exercice.
Étymologie: ἀμελέτητος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de ejercicio, inactividad μνήμης Pl.Phdr.275a, cf. Tht.153b, ἐστὶν ἐχθρὸν φύσει ... φιλοπονία ἀμελετησίᾳ Ph.1.548, σῶμα ἀργίη τήκει, ψυχὴν δ' ἀμελετησίη ἀσκήσιος τῶν αὐτὴν ἀειρόντων πρὸς τὸ θεοειδέστατον Eus.Mynd.33, cf. Poll.1.159.
Greek Monolingual
η (Α ἀμελετησία) ἀμελέτητος
έλλειψη μελέτης ή άσκησης, παραμέληση.
Greek Monotonic
ἀμελετησία: ἡ, έλλειψη, παραμέληση ασκήσεως και μελέτης, σε Πλάτ.