ἀναβιώσκομαι: Difference between revisions
τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναβιώσκομαι]] (Α) (μτγν. και ενεργ. [[ἀναβιώσκω]])<br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) [[επανέρχομαι]] στη ζωή, [[ξαναζώ]]<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] στη ζωή, [[ξαναζωντανεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιώσκομαι]]. | |mltxt=[[ἀναβιώσκομαι]] (Α) (μτγν. και ενεργ. [[ἀναβιώσκω]])<br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) [[επανέρχομαι]] στη ζωή, [[ξαναζώ]]<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] στη ζωή, [[ξαναζωντανεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιώσκομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναβιώσκομαι:''' ως Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἀναβιόω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως αποθ. του [[ἀναβιόω]], [[επαναφέρω]] στην [[ζωή]], στον ίδ.· αόρ. αʹ <i>ἀνεβιωσάμην</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
as Pass.,
A = ἀναβιόω (q. v.), Pl.Phd.71e, al., Aristid.Or.20(21).19, Hierocl. in CA26p.479M.: pf. inf. -βεβιῶσθαι Sannyr.3 D.: aor. part. -βιωθεῖσα Philostr.V A4.45. II causal of ἀναβιόω, bring back to life, ἀποκτεινύντων καὶ ἀναβιωσκομένων Pl.Cri.48c: aor. inf. ἀναβιώσασθαι Phd.89b: fut. ἀναβιώσῃ τὴν μυῖαν Ael.NA2.29: later in Act., ἀναβιώσκω Them. Or.8.115c, Sch.E.Alc.1; Act. ἀναβιώσκω( = ἀναβιόω) only interpol. in Polyaen.6.38.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβιώσκομαι: ὡς παθ., = ἀναβιόω (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαίδων 71E, 72C, Δ. Συμπ. 203E, Πολιτ. 271B. ΙΙ. ὡς ἀποθ., ἐνεργητικὸν τοῦ ἀναβιόω (πρβλ. βιώσκομαι), ἐπαναφέρω εἰς τὴν ζωήν, ἀναζωοποιῶ, ἀποκτιννύντων και ἀναβιωσκομένων Πλάτ. Κριτ. 48C· ἀόρ. ἀνεβιωσάμην ὁ αὐτ. Φαίδων 89B: οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητικῷ ἀναβιώσκω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1· μέλλ. ἀναβιώσεις τὴν μυῖαν Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 29: ἀόρ. ἀνεβίωσα Παλαίφ. 41.
French (Bailly abrégé)
1 au sens Act. (seul. prés. et ao. ἀνεβιωσάμην) rappeler à la vie;
2 au sens Pass. être rappelé à la vie, revivre.
Étymologie: ἀναβιόω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tb. tard. act.]
I intr.
1 revivir, resucitar Pl.Phd.71e, Cri.48c, Plt.271b, Plot.4.6.3
•tb. act. volver a la vida οἱ ἀποθνῄκοντες ... ἀναβιώσκουσι Polyaen.6.38.2.
2 volver a brotar de las hojas, Thphr.HP 4.14.12.
II act. tr. renovar (δόξα ἀγαθή) τὸν Μάρκον Them.Or.8.115c, cf. Sch.E.Alc.1.
Greek Monolingual
ἀναβιώσκομαι (Α) (μτγν. και ενεργ. ἀναβιώσκω)
1. (ενεργ. και παθ.) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ
2. επαναφέρω στη ζωή, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βιώσκομαι.
Greek Monotonic
ἀναβιώσκομαι: ως Παθ.,
I. = ἀναβιόω, σε Πλάτ.
II. ως αποθ. του ἀναβιόω, επαναφέρω στην ζωή, στον ίδ.· αόρ. αʹ ἀνεβιωσάμην, στον ίδ.