ἀναίμων: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναίμων]] (-ονος), -ον (Α) [[αἵμων]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[επίθετο]] τών θεών) αυτός που δεν έχει [[αίμα]], ο [[άναιμος]]<br /><b>2.</b> [[αδύνατος]], [[ασθενικός]].
|mltxt=[[ἀναίμων]] (-ονος), -ον (Α) [[αἵμων]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[επίθετο]] τών θεών) αυτός που δεν έχει [[αίμα]], ο [[άναιμος]]<br /><b>2.</b> [[αδύνατος]], [[ασθενικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίμων:''' -ον = [[ἄναιμος]], λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίμων Medium diacritics: ἀναίμων Low diacritics: αναίμων Capitals: ΑΝΑΙΜΩΝ
Transliteration A: anaímōn Transliteration B: anaimōn Transliteration C: anaimon Beta Code: a)nai/mwn

English (LSJ)

ον,

   A = ἄναιμος, bloodless, epith. of the gods, Il.5.342; of cuttlefish, Ion Trag.36; of wine, Plu.2.692e.

German (Pape)

[Seite 189] ον, blutlos, Götter, Il. 5, 342 u. sp. D., z. B. Nonn. D. 3, 309.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίμων: -ον, ονος, = ἄναιμος, ὁ ἄνευ αἵματος, ἐπίθ. τῶν θεῶν, τοὔνεκ’ ἀναίμονές εἰσι..., Ἰλ. Ε. 342˙ ἐπὶ ἰχθύων, Ἴων παρ’ Ἀθην. 318Ε˙ ἐπὶ οἴνου, Πλουτ. 2. 692Ε.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. ἄναιμος.

English (Autenrieth)

ονος (αἷμα): bloodless, Il. 5.342†.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene sangre humanade los dioses Il.5.342
carente de sangre Io Trag.36
fig. del vino descolorido Plu.2.692e.
2 incruento, sin derramamiento de sangre χάρμη Nonn.D.37.755, δῆρις ép. en ZPE 6, p.154.

Greek Monolingual

ἀναίμων (-ονος), -ον (Α) αἵμων
1. (κυρίως ως επίθετο τών θεών) αυτός που δεν έχει αίμα, ο άναιμος
2. αδύνατος, ασθενικός.

Greek Monotonic

ἀναίμων: -ον = ἄναιμος, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.