ἀναβαπτίζω: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀναβαπτίζω]])<br />[[βαπτίζω]] εκ νέου, ξαναβαφτίζω<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακαινίζω]], [[ανακαθαίρω]] με νέο [[βάπτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βυθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βαπτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναβαπτισμός]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> <i>αναβάπτισις</i> (-<i>η</i>), [[αναβάπτισμα]] <b>νεοελλ.</b> <i>αναβαπτιστής</i>]. | |mltxt=(Α [[ἀναβαπτίζω]])<br />[[βαπτίζω]] εκ νέου, ξαναβαφτίζω<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακαινίζω]], [[ανακαθαίρω]] με νέο [[βάπτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βυθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βαπτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναβαπτισμός]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> <i>αναβάπτισις</i> (-<i>η</i>), [[αναβάπτισμα]] <b>νεοελλ.</b> <i>αναβαπτιστής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναβαπτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βυθίζω]] επανειλημμένα, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A sink, ναῦς cj. in Plu.Marc.15.
German (Pape)
[Seite 180] wiederholt untertauchen, Plut. Pomp. 11 Marcell. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαπτίζω: -ίσω, -ιῶ, βυθίζω ἐπανειλημμένως, Πλουτ. Πομπ. 11. ΙΙ. ἐκ νέου βαπτίζω, Διονυσ. παρ’ Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκλ. 7. 5, 4: «ἡ ἀνὰ πρόθεσις δευτέρωμά τι δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ ἀναβαπτίζειν φαίνεται» Εὐστ. Ἰλ. σ. 80: ― ἀναβάπτισις, εως, ἡ, καὶ ἀναβάπτισμα, τό, τὸ ἀναβαπτίζειν, δεύτερον βάπτισμα παρὰ Σουϊκερ (Suicer) καὶ Δουκαγγ.
French (Bailly abrégé)
plonger de nouveau.
Étymologie: ἀνά, βαπτίζω.
Spanish (DGE)
1 meter en el agua, hundir τὰς δὲ (ναῦς) ... ὀρθὰς ἐπὶ πρύμναν ἀνεβάπτιζον Plu.Marc.15.
2 bautizar de nuevo cuando un bautismo anterior no es válido, rebautizar en v. pas. μόνον γὰρ οἱ αἱρετικοὶ ἀναβαπτίζονται Cyr.H.Procatech.7, cf. Epiph.Const.Exp.Fid.13.
Greek Monolingual
(Α ἀναβαπτίζω)
βαπτίζω εκ νέου, ξαναβαφτίζω
νεοελλ.
ανακαινίζω, ανακαθαίρω με νέο βάπτισμα
αρχ.
βυθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαπτίζω.
ΠΑΡ. αναβαπτισμός μσν.-νεοελλ. αναβάπτισις (-η), αναβάπτισμα νεοελλ. αναβαπτιστής].
Greek Monotonic
ἀναβαπτίζω: μέλ. -σω, βυθίζω επανειλημμένα, σε Πλούτ.