ανακαθαίρω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
ἀνακαθαίρω (Α)
Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώς
ΙΙ. μέσ.
1. γίνομαι καθαρός, διαυγής
2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες
3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα
4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι λόγον», διασαφηνίζω, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καθαίρω.
ΠΑΡ. ανακάθαρση (-ις), ανακαθαρτικός
νεοελλ.
ανακαθαρτήρας (-ήρ)
ανακαθαρτής].