ἀμφίκρανος: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίκρανος]], -ον (Α)<br />ο [[αμφικέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] (απ’ όπου το [[κρανίον]]), που απαντά σπάνια ως α' και [[συχνά]] ως β' συνθετικό].
|mltxt=[[ἀμφίκρανος]], -ον (Α)<br />ο [[αμφικέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] (απ’ όπου το [[κρανίον]]), που απαντά σπάνια ως α' και [[συχνά]] ως β' συνθετικό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίκρᾱνος:''' Ιων. -κρηνος, <i>-ον</i> ([[κάρα]]), <b>I.=</b>[[ἀμφικάρηνος]], αυτός που έχει [[δύο]] κεφάλια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που περιτυλίγει το [[κεφάλι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκρᾱνος Medium diacritics: ἀμφίκρανος Low diacritics: αμφίκρανος Capitals: ΑΜΦΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: amphíkranos Transliteration B: amphikranos Transliteration C: amfikranos Beta Code: a)mfi/kranos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀμφικάρηνος, E.HF1274; ῥάβδος, of Hermes' wand, S.Fr.701.    II surrounding the head, in Ion. form -κρηνος, AP6.90 (Phil.), prob. l. in Nic.Al.417.

German (Pape)

[Seite 140] zweiköpfig, Hydra, Eur. Herc. Fur. 1274.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκρανος: -ον, = ἀμφικάρηνος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 hérissé de têtes tout autour en parl. de l’hydre;
2 qui entoure ou couvre la tête.
Étymologie: ἀμφί, κρανίον.

Spanish (DGE)

(ἀμφίκρᾱνος) -ον

• Alolema(s): jón. ἀμφίκρηνος AP 6.90 (Phil.), Nic.Al.417
1 de dos cabezasdel caduceo de Hermes adornado con dos cabezas de serpiente ἀ. ῥάβδος S.Fr.701, Hsch.
erizado de cabezas de la Hidra τήν τ' ἀμφίκρανον ... κύνα ὕδραν E.HF 1274.
2 que rodea la cabeza de una capucha o tipo de bonete con orejeras πῖλον ἀμφίκρηνον ὕδασι στέγην AP 6.90 (Phil.)
subst. τὸ ἀ. especie de bandeleta ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι rehusando unos muchachos las bandeletas que ciñen el cabello Nic.Al.417.

Greek Monolingual

ἀμφίκρανος, -ον (Α)
ο αμφικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κρανος < κρᾶνον (απ’ όπου το κρανίον), που απαντά σπάνια ως α' και συχνά ως β' συνθετικό].

Greek Monotonic

ἀμφίκρᾱνος: Ιων. -κρηνος, -ον (κάρα), I.=ἀμφικάρηνος, αυτός που έχει δύο κεφάλια, σε Ευρ.
II. αυτός που περιτυλίγει το κεφάλι, σε Ανθ.