ἀνασπαστός: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάσπαστος]], -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) [[ανασπώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί<br /><b>2.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την [[πατρίδα]] του σε [[άλλη]] [[χώρα]]<br /><b>3.</b> (για [[πύλη]]) αυτός που ανοίγει [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι ανάσπαστοι</i><br />οι ιμάντες των [[υποδημάτων]], τα κορδόνια.
|mltxt=[[ἀνάσπαστος]], -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) [[ανασπώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί<br /><b>2.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την [[πατρίδα]] του σε [[άλλη]] [[χώρα]]<br /><b>3.</b> (για [[πύλη]]) αυτός που ανοίγει [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι ανάσπαστοι</i><br />οι ιμάντες των [[υποδημάτων]], τα κορδόνια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασπαστός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βιαίως]] μετοικιζόμενος από την [[πατρίδα]] του, για φυλές υποχρεωμένες να μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόρτα ή [[πύλη]], ανασυρμένη προς τα [[πίσω]], ανοιχτή, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασπαστός Medium diacritics: ἀνασπαστός Low diacritics: ανασπαστός Capitals: ΑΝΑΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anaspastós Transliteration B: anaspastos Transliteration C: anaspastos Beta Code: a)naspasto/s

English (LSJ)

όν,

   A drawn up, Ar.V.382: but mostly, dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι τοὺς Παίονας ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.5.12; τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Id.4.204, cf. 6.9, 32; τοὺς ἀ. κατοικίζειν Id.3.93; εὐθὺς ἀ. removing hastily, Plb.2.53.5.    2 of a door or gate, drawn back, opened from inside, S. Ant.1186.    II as Subst., οἱ ἀ. (sc. ἱμάντες) latchets, Ath.12. 543f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασπαστός: -όν, ἢ ἀνάσπαστος, ον: ― κατὰ τὸν ἐν Ἐτυμ. Μ. 269. 3, κανόνα ὁ ὀξύτονος τύπος εἶναιμόνος ὀρθός, ἀλλ’ ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ ἐν ταῖς ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ὁ προπαροξύτονος: ― ὁ ἀνασυρθείς, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀχθείς, Ἀριστοφ. Σφ. 382: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ μετοικιζόμενος διὰ τῆς βίας ἐκ τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος εἰς ἄλλην χώραν, Παίονας.. ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 5. 12· τούτους δὲ ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 6. 9. 32· τοὺς ἀνασπάστους.. κατοικίζει βασιλεὺς ὁ αὐτ. 3. 93, πρβλ. Βαλκ. ἐν 7. 80: παλίννοστος, σπεύδων, Πολύβ. 2. 53, 5. 2) ἐπὶ θύρας ἢ πύλης, πρὸς τὰ ἔσω ἀνοιγομένης, καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ’ ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα Σοφ. Ἀντ. 1186. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἀνασπαστοὶ (ἐνν. ἱμάντες), λωρία ὑποδημάτων, ἴδε ἐν λ. ἀναγωγεύς.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνάσπαστος.

Spanish (DGE)

-όν

• Alolema(s): ἀνάσπαστος Hdt.4.204, 3.93, 5.106, 6.9, Theopomp.Hist.291, I.AI 14.142, Ap.1.194, Plb.2.53.5
I 1levantado, izado κἀνασπαστὸν ποιεῖν (με) Ar.V.382
levantado, arrancado τά τε δένδρεα ἀνασπαστὰ πρόρριζα γίνεται διὰ τὴν βίην τοῦ πνεύματος Hp.Flat.3
arrebatado, llevado ἀνάσπαστος γέγονε D.10.32.
2 llevado tierra adentro ἀνάσπαστος ὡς βασιλέα γενόμενος Theopomp.Hist.291
deportado tierra adentro esp. hacia Persia ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Hdt.4.204, cf. 6.32, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι (Παίονας) ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς Ἀσίην Hdt.5.12, ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ἐποίησας Hdt.5.106, τὰς δὲ παρθένους ἀνασπάστους ἐς Βάκτρα Hdt.6.9, πρὸς βασιλέα X.Mem.4.2.33, εἰς Βαβυλῶνα I.Ap.1.194
simpl. deportado ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς Hdt.3.93, 7.80, εἰς Ῥώμην ἀνάσπαστον I.AI 14.142.
II que se aprieta ἀνασπαστούς τε δεδράγχας lazos que se aprietan, AP 6.109 (Antip.)
subst. cordones para atarse el calzado χρυσοῖς ἀνασπαστοῖς Ath.543f.
III 1de una puerta que se abre hacia adentro S.Ant.1186.
2 que se retira εὐθὺς ἀνάσπαστος retirándose inmediatamente Plb.2.53.5.

Greek Monolingual

ἀνάσπαστος, -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) ανασπώ
1. αυτός που έχει ανασυρθεί
2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα
3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα
3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι
οι ιμάντες των υποδημάτων, τα κορδόνια.

Greek Monotonic

ἀνασπαστός: -όν,
I. αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ.
II. 1. βιαίως μετοικιζόμενος από την πατρίδα του, για φυλές υποχρεωμένες να μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πόρτα ή πύλη, ανασυρμένη προς τα πίσω, ανοιχτή, σε Σοφ.