ἀμεμφία: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμεμφία]], η (Α) [[ἀμεμφής]]<br />(διορθώνεται σε <i>ἀμεμφεία</i>)<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[άμεμπτος]], [[άψογος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀμεμφίας [[χάριν]]», για να αποφύγει [[κανείς]] την [[επίπληξη]]. | |mltxt=[[ἀμεμφία]], η (Α) [[ἀμεμφής]]<br />(διορθώνεται σε <i>ἀμεμφεία</i>)<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[άμεμπτος]], [[άψογος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀμεμφίας [[χάριν]]», για να αποφύγει [[κανείς]] την [[επίπληξη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμεμφία:''' ἡ, [[απαλλαγή]] από [[κατηγορία]], ψόγο, [[επίκριση]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from blame, διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀ. φίλοις mediator has no freedom from blame on the part of his friends, A.Th.909; ἀμεμφίας χάριν for avoidance of censure, S.Fr.283. (ἀμεμφεία shd. perh. be written in both passages.)
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, Unbescholtenheit, Aesch. Spt. 892: διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις, der Versöhner bleibt nicht ungetadelt von den Freunden, stellt sie nicht zufrieden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμφία: ἡ, τὸ μὴ μέμφεσθαι, διαλλακτῆρι δ’ οὐκ ἀμεμφία φίλοις = ὁ διαλλακτὴρ δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένος μομφῆς παρὰ τῶν φίλων αὑτοῦ Αἰσχύλ. Θ. 909· ἀμεμφίας χάριν, χάριν ἀποφυγῆς ἐπιπλήξεως, Σοφ. Ἀποσπ. 259. Ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει ἀμεμφεία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἀμεμφεία LSJ.
Greek Monolingual
ἀμεμφία, η (Α) ἀμεμφής
(διορθώνεται σε ἀμεμφεία)
1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος
2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη.
Greek Monotonic
ἀμεμφία: ἡ, απαλλαγή από κατηγορία, ψόγο, επίκριση, σε Αισχύλ., Σοφ.