ἀναφλεγμαίνω: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀναφλεγμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] [[φλεγμονή]], φλογίζομαι<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξάπτω]], [[φλογίζω]]. | |mltxt=(Α [[ἀναφλεγμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] [[φλεγμονή]], φλογίζομαι<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξάπτω]], [[φλογίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναφλεγμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ερεθίζομαι και [[φουσκώνω]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A inflame, Plu.Ant.82, cf. Gal.18(1).73.
German (Pape)
[Seite 213] durch Entzündung anschwellen, Plut. Ant. 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφλεγμαίνω: μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνεφλέγμηνα;
s’enflammer, être enflammé.
Étymologie: ἀνά, φλεγμαίνω.
Spanish (DGE)
inflamarse ἔλκεα Hp.Vlc.27, cf. 24, Gal.18(1).73, τὰ στέρνα Plu.Ant.82
•fig. v. med. διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγμαινομένης Iul.Or.3.83c.
Greek Monolingual
(Α ἀναφλεγμαίνω)
1. παθαίνω φλεγμονή, φλογίζομαι
2. (μτβ.) εξάπτω, φλογίζω.
Greek Monotonic
ἀναφλεγμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ερεθίζομαι και φουσκώνω, σε Πλούτ.