ἀμάχητος: Difference between revisions
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμάχητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδιάσειστος]], [[ατράνταχτος]] (για επιχειρήματα, τεκμήρια)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαταμάχητος]], [[ακαταγώνιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πήρε [[ακόμη]] [[μέρος]] σε [[μάχη]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαχητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μά</i>-<i>χομαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμαχητί]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμάχητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδιάσειστος]], [[ατράνταχτος]] (για επιχειρήματα, τεκμήρια)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαταμάχητος]], [[ακαταγώνιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πήρε [[ακόμη]] [[μέρος]] σε [[μάχη]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαχητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μά</i>-<i>χομαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμαχητί]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμάχητος:''' -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b>αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει [[κάποιος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακυρίευτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not to be fought with, unconquerable, S.Ph.198 (lyr.). II not having fought, not having been in battle, X.Cyr.6.4.14; ἀ. ὄλεθρος destruction without fighting, Lys.Fr.71.
German (Pape)
[Seite 117] 1) unbezwinglich, θεῶν βέλη Soph Phil. 198. – 2) der noch nicht in die Schlacht gekommen ist, Xen. Cyr. 6, 4, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάχητος: -ον, ἀπροσμάχητος, ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. ὄλεθρος, καταστροφὴ ἄνευ μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. ἄμαχος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 contre qui l’on ne peut pas lutter;
2 qui n’a pas encore combattu.
Étymologie: ἀ, μάχομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
I irresistible τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198, κέρδος Simon.36.9, ἄνεμος POxy.1482.6 (II d.C.).
II 1que no lucha, que no entra en batalla de pers., X.Cyr.6.4.14.
2 de cosas que sucede sin resistencia o lucha ὄλεθρος Lys.Fr.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)
νεοελλ.
αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)
αρχ.
1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος
2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη
3. ο δίχως μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.
ΠΑΡ. αμαχητί].
Greek Monotonic
ἀμάχητος: -ον (μάχομαι),
I.αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει κάποιος, ακαταμάχητος, ακυρίευτος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.