δείλακρος: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δείλακρος]], -α, -ον (Α)<br />[[αξιολύπητος]], [[ταλαίπωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως [[χρήση]]. Θεωρείται [[παράλληλος]] [[εκφραστικός]] τ. του [[δειλός]], παρεκτεταμένος σε -<i>ακ</i>- και με σχηματιστικό [[επίθημα]] -<i>ρο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φαλακρός]]). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>δείλαξ</i>, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το [[άκρος]]].
|mltxt=[[δείλακρος]], -α, -ον (Α)<br />[[αξιολύπητος]], [[ταλαίπωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως [[χρήση]]. Θεωρείται [[παράλληλος]] [[εκφραστικός]] τ. του [[δειλός]], παρεκτεταμένος σε -<i>ακ</i>- και με σχηματιστικό [[επίθημα]] -<i>ρο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φαλακρός]]). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>δείλαξ</i>, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το [[άκρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δείλακρος:''' -α, -ον, [[αξιολύπητος]], [[άξιος]] οίκτου, [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείλακρος Medium diacritics: δείλακρος Low diacritics: δείλακρος Capitals: ΔΕΙΛΑΚΡΟΣ
Transliteration A: deílakros Transliteration B: deilakros Transliteration C: deilakros Beta Code: dei/lakros

English (LSJ)

α, ον,

   A pitiable, Ar.Pl.973, Carm.Pop.27.

German (Pape)

[Seite 536] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.

Greek (Liddell-Scott)

δείλακρος: -α, -ον, λίαν οἰκτρός, ἢ οἴκτου ἄξιος, Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: δειλός, ἄκρος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
desgraciado ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.Pl.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν Carm.Pop.7.4.

Greek Monolingual

δείλακρος, -α, -ον (Α)
αξιολύπητος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -ακ- και με σχηματιστικό επίθημα -ρο- (πρβλ. φαλακρός). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. δείλαξ, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το άκρος].

Greek Monotonic

δείλακρος: -α, -ον, αξιολύπητος, άξιος οίκτου, δειλός, φοβητσιάρης, σε Αριστοφ.