ἀνθρακίζω: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀνθρακίζω]])<br /><b>1.</b> [[ανθρακεύω]]<br /><b>2.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] στην [[ανθρακιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοιάζω]] με τον πολύτιμο λίθο<br />άνθρακα. | |mltxt=(AM [[ἀνθρακίζω]])<br /><b>1.</b> [[ανθρακεύω]]<br /><b>2.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] στην [[ανθρακιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοιάζω]] με τον πολύτιμο λίθο<br />άνθρακα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθρᾰκίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἄνθραξ]]), φτιάχνω κάρβουνα από, [[ψήνω]] ή [[καίω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A make charcoal of, roast or toast, Ar.Pax1136; carbonize, PHolm.6.4.
German (Pape)
[Seite 233] zu Kohlen brennen, Ar. Pax 1102. Bei Sp. intrans., schwarz wie eine Kohle aussehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρακίζω: μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. ὁμοιάζω τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. ἄνθραξ ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνθρακίσω, att. ἀνθρακιῶ;
1 réduire en charbon;
2 faire griller sur des charbons.
Étymologie: ἄνθραξ.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀνθρε- UPZ 78.33
tostar κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ar.Pax 1136
•carbonizar, PHolm.28
•de pers. quizá fig. abrasar, convertir en carbón Πτολεμαῖον UPZ 80.8, cf. ἠ[ν] θρεκίσθαι ἄνθρωπον UPZ 78.33.
Greek Monolingual
(AM ἀνθρακίζω)
1. ανθρακεύω
2. ψήνω κάτι στην ανθρακιά
μσν.
μοιάζω με τον πολύτιμο λίθο
άνθρακα.
Greek Monotonic
ἀνθρᾰκίζω: μέλ. -ίσω (ἄνθραξ), φτιάχνω κάρβουνα από, ψήνω ή καίω, σε Αριστοφ.