ἄνωρος: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄνωρος]], -ον (Α) [[ώρα]]<br /><b>βλ.</b> [[άωρος]]<br />(«[[ἄνωρος]] ἀποθανών» — [[πριν]] της ώρας του, <b>Ηρόδ.</b>). | |mltxt=[[ἄνωρος]], -ον (Α) [[ώρα]]<br /><b>βλ.</b> [[άωρος]]<br />(«[[ἄνωρος]] ἀποθανών» — [[πριν]] της ώρας του, <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄνωρος:''' -ον, = [[ἄωρος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A v.l. for ἄωρος, ἄ. ἀποθανών Id.2.79, cf. Leg.Gort.7.29.
German (Pape)
[Seite 268] = ἄωρος, unzeitig, zu früh, Her. 2, 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνωρος: -ον, = ἄωρος, ἄνωρος ἀποθανὼν Ἡρόδ. 2. 79.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est ou se fait avant l’âge.
Étymologie: ἀ, ὥρα.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): cret. ἄνορος ICr.4.72.7.29 (Gortina V a.C.); adv. tes. ἀνόρος IG 9(2).255.2 (Fársalo)
I 1menor de edad, ICr.l.c., ZPE 12.174.1 (Egipto V a.C.), SEG 27.444 (Olbia IV d.C.).
2 ἄνωρον· ὀξύν Hsch.
II adv. ἀνόρος antes de tiempo ἀ. ὄλετο IG l.c.
Greek Monolingual
ἄνωρος, -ον (Α) ώρα
βλ. άωρος
(«ἄνωρος ἀποθανών» — πριν της ώρας του, Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἄνωρος: -ον, = ἄωρος, σε Ηρόδ.