ἀντασπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντασπάζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] ασπασμό, χαιρετισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[φιλοφροσύνη]] σε κάποιον.
|mltxt=[[ἀντασπάζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] ασπασμό, χαιρετισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[φιλοφροσύνη]] σε κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντασπάζομαι:''' μέλ. <i>-ασομαι</i>, αποθ., [[καλωσορίζω]] ή [[χαιρετίζω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ξεν.· [[αποδέχομαι]] ευγενικά, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντασπάζομαι Medium diacritics: ἀντασπάζομαι Low diacritics: αντασπάζομαι Capitals: ΑΝΤΑΣΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antaspázomai Transliteration B: antaspazomai Transliteration C: antaspazomai Beta Code: a)ntaspa/zomai

English (LSJ)

   A welcome, greet in turn, X.Cyr.1.3.3; return greeting, Hierocl.Facet.7; receive kindly, X.Cyr.5.5.42, Pl.Com.12D., Plu.Tim.38.

German (Pape)

[Seite 245] dep. med., dagegen, gegenseitig umarmen, Xen. Cyr. 1, 3, 3; wieder gütig aufnehmen, 5, 5, 42; sich gegenseitig lieben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντασπάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀσπάζομαι καὶ ἐγώ, ἀνταποδίδω φιλοφροσύνην, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3: - περιποιοῦμαι φιλοφρόνως, ὁ αὐτ. 5. 5, 42: ἐντεῦθεν ἀντασπασμός, ὁ, ἀμοιβαῖος ἀσπασμός, χαιρετισμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 572Ε.

French (Bailly abrégé)

embrasser à son tour, accueillir à son tour amicalement.
Étymologie: ἀντί, ἀσπάζομαι.

Spanish (DGE)

saludar a su vez, devolver el saludo αὐτόν X.Cyr.1.3.3, ἀντ' αὐτοῦ τοὺς προσαγορεύοντας Hierocl.Facet.7, αὐτήν Herm.Vis.4.2.2
abs. Plu.Tim.38, cj. en ZPE 7.1971.164a, A.Al.8.2.34
corresponder con muestras de afecto αὐτούς X.Cyr.5.5.42, cf. Pl.Com.12D.

Greek Monolingual

ἀντασπάζομαι (Α)
1. ανταποδίδω ασπασμό, χαιρετισμό
2. συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντασπάζομαι: μέλ. -ασομαι, αποθ., καλωσορίζω ή χαιρετίζω ως ανταπόδοση, σε Ξεν.· αποδέχομαι ευγενικά, στον ίδ.