ἀτίετος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτίετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> αυτός που δεν τον τιμά [[κανείς]], περιφρονημένος<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[απονέμω]] σε κάποιον [[τιμή]]». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[άτιτος]]].
|mltxt=[[ἀτίετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> αυτός που δεν τον τιμά [[κανείς]], περιφρονημένος<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[απονέμω]] σε κάποιον [[τιμή]]». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[άτιτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτίετος:''' -ον ([[τίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν τιμήθηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν τιμά ή δεν σέβεται, <i>τινος</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτίετος Medium diacritics: ἀτίετος Low diacritics: ατίετος Capitals: ΑΤΙΕΤΟΣ
Transliteration A: atíetos Transliteration B: atietos Transliteration C: atietos Beta Code: a)ti/etos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (τίω)

   A unhonoured, A.Eu.385, 839 (both lyr.).    II Act., not honouring or regarding, φίλων E.Ion 701 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 386] 1) ungeehrt, Aesch. Eum. 363 u. öfter. – 2) nicht ehrend, verachtend, φίλων, die Freunde, Eur. Ion. 700.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτίετος: [ᾰ], -ον, (τίω) μὴ τιμηθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 385, 839. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ τιμῶν τι, τινος Εὐρ. Ἴων 700.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non honoré.
Étymologie: ἀ, τίω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no honrado, que no recibe honores ἀτίετα ... λάχη de las prerrogativas de las Erinis, A.Eu.385.
2 no honroso μύσος A.Eu.839, 872, cf. Supp.853 (text. dud.).
3 c. gen. que no honra como debe, que desdeña πόσις δ' ἀ. φίλων E.Io 701.

Greek Monolingual

ἀτίετος, -ον (Α)
1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος
2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ' αντιδιαστολή προς το άτιτος].

Greek Monotonic

ἀτίετος: -ον (τίω
I. αυτός που δεν τιμήθηκε, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν τιμά ή δεν σέβεται, τινος, σε Ευρ.