βυρσαίετος: Difference between revisions
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βυρσαίετος]], ο (Α)<br />(περιφρονητική [[επωνυμία]] του Κλέωνος)<br />ο [[αϊτός]] το [[τομάρι]], ο [[βυρσοδέψης]] που κάνει τον αϊτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βύρσα]] <span style="color: red;">+</span> [[αιετός]] «[[αετός]]»]. | |mltxt=[[βυρσαίετος]], ο (Α)<br />(περιφρονητική [[επωνυμία]] του Κλέωνος)<br />ο [[αϊτός]] το [[τομάρι]], ο [[βυρσοδέψης]] που κάνει τον αϊτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βύρσα]] <span style="color: red;">+</span> [[αιετός]] «[[αετός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βυρσαίετος:''' ὁ, [[δερμάτινος]] [[αετός]], προσωνύμιο του Κλέωνα του βυρσοδέψη, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A leather-eagle, com. name of Cleon the tanner, Ar. Eq.197.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, Lederadler, heißt der Gerber Kleon, Ar. Equ. 197. 203.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσαίετος: ὁ, ὁ δερμάτινος ἀετός, ἐπώνυμον τοῦ βυρσοδέψου Κλέωνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 197.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« l’aigle corroyeur », sobriquet de Cléon, démagogue athénien qui était tanneur.
Étymologie: βύρσα, αἰετός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ águila de cuero, águila coriácea en lenguaje oracular paródico dicho del curtidor Cleón, Ar.Eq.197, 203, 209.
Greek Monolingual
βυρσαίετος, ο (Α)
(περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος)
ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»].
Greek Monotonic
βυρσαίετος: ὁ, δερμάτινος αετός, προσωνύμιο του Κλέωνα του βυρσοδέψη, σε Αριστοφ.