θερμουργός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θερμουργός]], -όν)<br />αυτός που ενεργεί με [[θέρμη]], [[χωρίς]] [[ψυχραιμία]], ο [[ριψοκίνδυνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμουργώς</i><br />με [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτ</i>-<i>ουργός</i>, <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, [[χειρ]]-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-ό (Α [[θερμουργός]], -όν)<br />αυτός που ενεργεί με [[θέρμη]], [[χωρίς]] [[ψυχραιμία]], ο [[ριψοκίνδυνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμουργώς</i><br />με [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτ</i>-<i>ουργός</i>, <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, [[χειρ]]-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερμουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, [[θερμοκέφαλος]], σε Ξεν., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμουργός Medium diacritics: θερμουργός Low diacritics: θερμουργός Capitals: ΘΕΡΜΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thermourgós Transliteration B: thermourgos Transliteration C: thermourgos Beta Code: qermourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A doing hot and hasty acts, reckless, X.Mem.1.3.9 (Sup.), Luc.Tim.2.

German (Pape)

[Seite 1202] hitzig, kühn, unbesonnen handelnd, Xen. Mem. 1, 3, 9, neben ἀνόητος u. ῥιψοκίνδυνος; vgl. Luc. Tim. 2. S. θερμοεργός.

Greek (Liddell-Scott)

θερμουργός: όν (*ἔργω) ἐνεργῶν θερμῶς, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Λουκ. Τίμ. 2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit d’une manière chaleureuse, résolue, hardie.
Étymologie: θερμός, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό (Α θερμουργός, -όν)
αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
θερμουργώς
με θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ-ουργός, δημι-ουργός, χειρ-ουργός].

Greek Monotonic

θερμουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, θερμοκέφαλος, σε Ξεν., Λουκ.