εἰκοσινήριτος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(εἰκοσῐνήρῐτος) -ον<br />[[que vale veinte veces más]] c. el sent. aumentativo de [[que vale muchísimo más]] [[δεκάκις]] τε καὶ εἰ. [[ἄποινα]] <i>Il</i>.22.349. | |dgtxt=(εἰκοσῐνήρῐτος) -ον<br />[[que vale veinte veces más]] c. el sent. aumentativo de [[que vale muchísimo más]] [[δεκάκις]] τε καὶ εἰ. [[ἄποινα]] <i>Il</i>.22.349. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰκοσινήριτος:''' -ον, [[είκοσι]] φορές [[τόσος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (εἴκοσιν, ἀρι- 'count', cf. ἀριθμός) , δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα a ten-, yea
A twentyfold ransom, Il.22.349.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοσινήριτος: -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ ἄποινα, εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ νήριτος = νήριστος, δηλ. ἄνευ ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «εἰκοσάκις ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vingt fois innombrable, càd très grand.
Étymologie: εἴκοσι, νήριτος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(εἰκοσῐνήρῐτος) -ον
que vale veinte veces más c. el sent. aumentativo de que vale muchísimo más δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα Il.22.349.