νεόπηκτος: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(26) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεόπηκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς [[νεόπηκτος]]», Βατραχομ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέστη [[στερεός]] [[αφού]] [[πρώτα]] ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>πηκτος</i>, <i>κρυσταλλό</i>-<i>πηκτος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[νεόπηκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς [[νεόπηκτος]]», Βατραχομ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέστη [[στερεός]] [[αφού]] [[πρώτα]] ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>πηκτος</i>, <i>κρυσταλλό</i>-<i>πηκτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.
Greek (Liddell-Scott)
νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fraîchement caillé;
2 de cuisson récente (brique).
Étymologie: νέος, πήγνυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεόπηκτος, -ον)
1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.)
2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)
αρχ.
αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. εύ-πηκτος, κρυσταλλό-πηκτος].
Greek Monotonic
νεόπηκτος: -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.