πυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μαζεύει, που θερίζει το [[σιτάρι]], [[θεριστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μαζεύει, που θερίζει το [[σιτάρι]], [[θεριστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῡρολόγος:''' -ον (πύρος, [[λέγω]]), αυτός που θερίζει [[σιτάρι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρολόγος Medium diacritics: πυρολόγος Low diacritics: πυρολόγος Capitals: ΠΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pyrológos Transliteration B: pyrologos Transliteration C: pyrologos Beta Code: purolo/gos

English (LSJ)

ον, (πυρός)

   A reaping wheat, AP6.104 (Phil., v.l. πυριλ-).

German (Pape)

[Seite 823] Weizen lesend, sammelnd od. mähend, δρεπάνη, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

πῡρολόγος: -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, πυρολόγος δρεπάνη Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse le blé.
Étymologie: πυρός, λέγω².

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -λόγος].

Greek Monotonic

πῡρολόγος: -ον (πύρος, λέγω), αυτός που θερίζει σιτάρι, σε Ανθ.