φροντιστικός: Difference between revisions
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φροντίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για [[κάτι]] («τὰ [[θήλεα]] περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκεπτικός]], συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ [[πάνυ]] φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)<br /><b>3.</b> [[νευρικός]], αγχώδης<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φροντιστικόν</i><br />η αφηρημένη [[σκέψη]], η [[διανόηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φροντιστικῶς</i> Α<br />με [[φροντίδα]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φροντίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για [[κάτι]] («τὰ [[θήλεα]] περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκεπτικός]], συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ [[πάνυ]] φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)<br /><b>3.</b> [[νευρικός]], αγχώδης<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φροντιστικόν</i><br />η αφηρημένη [[σκέψη]], η [[διανόηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φροντιστικῶς</i> Α<br />με [[φροντίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φροντιστικός:''' -ή, -όν, [[σκεπτικός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-κώς</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for thinking, thoughtful, Arist.Div.Somn.464a23; ὑποπίνων δὲ πάνυ φ. (sc. γίγνεται) Antiph. 271; φ. τὴν πρόσοψιν Luc.Pisc.12: τὸ λογιστικὸν καὶ φ. the faculty of reasoning and thought, Plu.2.432c, cf. 966a. II considerate, careful, τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα Arist. HA608b2. Adv. -κῶς X.Mem.3.11.10, Ael.NA8.25. 2 nervous, worried, Gal.10.538.
German (Pape)
[Seite 1309] zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.
Greek (Liddell-Scott)
φροντιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, σκεπτικός, εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ διάνοια τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπνον Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ πάνυ φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. θεωρία, Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, ἐπιμελής, τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime à méditer, qui médite ; τὸ φροντιστικόν PLUT la méditation.
Étymologie: φροντίζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φροντίζω
1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.)
2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)
3. νευρικός, αγχώδης
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φροντιστικόν
η αφηρημένη σκέψη, η διανόηση.
επίρρ...
φροντιστικῶς Α
με φροντίδα.
Greek Monotonic
φροντιστικός: -ή, -όν, σκεπτικός, σε Λουκ.· επίρρ. -κώς, σε Ξεν.