ὑπειδόμην: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(43)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], μού φαίνεται, μού δίνεται η [[εντύπωση]] («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[θεωρώ]] κάποιον ύποπτο, [[υποψιάζομαι]] κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἶδον]] / <i>εἰδόμην</i>. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. <i>ὑφορῶ</i>].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], μού φαίνεται, μού δίνεται η [[εντύπωση]] («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[θεωρώ]] κάποιον ύποπτο, [[υποψιάζομαι]] κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἶδον]] / <i>εἰδόμην</i>. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. <i>ὑφορῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπειδόμην:''' Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. <i>-ιδέσθαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]] από [[κάτω]], [[κοιτάζω]], [[ατενίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δυσπιστώ]], [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.· το [[ὑφοράω]] χρησιμ. ως ενεστ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπειδόμην Medium diacritics: ὑπειδόμην Low diacritics: υπειδόμην Capitals: ΥΠΕΙΔΟΜΗΝ
Transliteration A: hypeidómēn Transliteration B: hypeidomēn Transliteration C: ypeidomin Beta Code: u(peido/mhn

English (LSJ)

aor. Med. (inf. ὑπιδέσθαι, part. ὑπιδόμενος, in codd. freq. written ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, as if from a pres. ὑπείδομαι, which is found in late Gr., v. infr. 111):—

   A view from below, behold, E. Supp.694; of a prophetic vision, τὴν τύχην θ' ὑπειδόμην τὴν σήν, ἃ πείσῃ τ' . . Id.Hyps.Fr.60.37.    II metaph., mistrust, suspect, Id.Ion1023, Plb.1.66.6, etc.    2 perceive, detect, ὡς . . Dam.Pr. 429.    III seem, ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν which he appears to mean, ib.345.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπειδόμην: μέσ. ἀόρ. (ἀπαρ. ὑπιδέσθαι, μετοχ. ὑπιδόμενος, ἐν τοῖς ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, ὡς ἐξ ἐνεστ. ὑπείδομαι, ὅστις δέν εὑρίσκεται)· - θεωρῶ κάτωθεν, θεωρῶ, παρατηρῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 694. ΙΙ. μεταφορ., ὑποπτεύω, δυσπιστῶ, Λατ. suspicari, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1023, Πολύβ. 1. 66, 6, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Moy. de ὑφοράω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ανακαλύπτω
2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω
2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἶδον / εἰδόμην. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. ὑφορῶ].

Greek Monotonic

ὑπειδόμην: Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. -ιδέσθαι,
I. βλέπω, παρατηρώ από κάτω, κοιτάζω, ατενίζω, σε Ευρ.
II. μεταφ., δυσπιστώ, υποπτεύομαι, στον ίδ.· το ὑφοράω χρησιμ. ως ενεστ.