κατισχάνω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατισχάνω]] (Α)<br />[[συγκρατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχάνω]] «[[συγκρατώ]], [[κατέχω]]»]. | |mltxt=[[κατισχάνω]] (Α)<br />[[συγκρατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχάνω]] «[[συγκρατώ]], [[κατέχω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατισχάνω:''' Επικ. αντί [[κατίσχω]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. form of
A κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Od.19.42.
German (Pape)
[Seite 1402] = κατέχω, nur in tmesi, κατὰ σὸν νόον ἴσχανε Od. 19, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχάνω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κατίσχω = κατέχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Ὀδ. Τ. 42.
Greek Monolingual
κατισχάνω (Α)
συγκρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχάνω «συγκρατώ, κατέχω»].
Greek Monotonic
κατισχάνω: Επικ. αντί κατίσχω, σε Ομήρ. Οδ.