τανύφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για δένδρα)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φλοιό ο [[οποίος]] εκτείνεται σε μεγάλο [[μήκος]] ή αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό<br /><b>2.</b> (κατ. επέκτ.) [[ψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του αμάρτυρου επιθ. <i>τανύς</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δασυ</i>-<i>φλοιος</i>). Για το θ. του α' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. [[τάνυμαι]].
|mltxt=-ον, Α<br />(για δένδρα)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φλοιό ο [[οποίος]] εκτείνεται σε μεγάλο [[μήκος]] ή αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό<br /><b>2.</b> (κατ. επέκτ.) [[ψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του αμάρτυρου επιθ. <i>τανύς</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δασυ</i>-<i>φλοιος</i>). Για το θ. του α' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. [[τάνυμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύφλοιος:''' -ον ([[τανύω]]), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο [[μήκος]], δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύφλοιος Medium diacritics: τανύφλοιος Low diacritics: τανύφλοιος Capitals: ΤΑΝΥΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: tanýphloios Transliteration B: tanyphloios Transliteration C: tanyfloios Beta Code: tanu/floios

English (LSJ)

ον, of trees,

   A with longstretched bark, i.e. of tall or slender growth, κράνεια Il.16.767; αἴγειρος S.Fr.593.2(lyr.); ἔρινος Theoc.25.250; ἐλάτη Orph.A.607.

German (Pape)

[Seite 1068] eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύφλοιος: -ον, ἐπὶ δένδρων, ὁ ἔχων φλοιὸν ἐπὶ μῆκος ἐκτεινόμενον, δηλ. ὑψηλός, κρανείη Ἰλ. Π. 767· αἴγειρος Σοφ. Ἀποσπ. 692.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’écorce allongée ; au tronc élancé.
Étymologie: τανύω, φλοιός.

English (Autenrieth)

with thin (smooth, tender) bark, Il. 16.767†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δένδρα)
1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό
2. (κατ. επέκτ.) ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του αμάρτυρου επιθ. τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ-φλοιος). Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνύφλοιος: -ον (τανύω), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.