τριπόθητος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριπόθητος]], -ον, ΝΜΑ, και [[τρισπόθητος]] ΝΜ, και δωρ. τ. [[τριπόθατος]], -ον, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[ποθητός]] (α. «τρισπόθητη [[λευτεριά]]» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, [[πόθος]] δέ μοι ὡς [[ὄναρ]] ἔπτα», Βίων<br />γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο αξίζει να ποθεί [[κάποιος]], ο [[αξιαγάπητος]] («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) ο [[πολυαγαπημένος]], ο [[αλησμόνητος]] («τὸ τριπόθητον [[ὄνομα]] Παμφίλου», Ευσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που αναμένεται με [[ανυπομονησία]], του οποίου τον ερχομό με [[χαρά]] αναμένει [[κανείς]] («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριποθήτως]] Μ<br /><b>1.</b> με έντονο πόθο<br /><b>2.</b> με [[μεγάλη]] [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποθητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τριπόθητος]], -ον, ΝΜΑ, και [[τρισπόθητος]] ΝΜ, και δωρ. τ. [[τριπόθατος]], -ον, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[ποθητός]] (α. «τρισπόθητη [[λευτεριά]]» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, [[πόθος]] δέ μοι ὡς [[ὄναρ]] ἔπτα», Βίων<br />γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο αξίζει να ποθεί [[κάποιος]], ο [[αξιαγάπητος]] («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) ο [[πολυαγαπημένος]], ο [[αλησμόνητος]] («τὸ τριπόθητον [[ὄνομα]] Παμφίλου», Ευσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που αναμένεται με [[ανυπομονησία]], του οποίου τον ερχομό με [[χαρά]] αναμένει [[κανείς]] («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριποθήτως]] Μ<br /><b>1.</b> με έντονο πόθο<br /><b>2.</b> με [[μεγάλη]] [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποθητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπόθητος:''' Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, [[τρεις]] φορές (δηλ. [[πολύ]]) [[ποθητός]], εξαιρετικά [[επιθυμητός]], σε Βίωνα, Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόθητος Medium diacritics: τριπόθητος Low diacritics: τριπόθητος Capitals: ΤΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: tripóthētos Transliteration B: tripothētos Transliteration C: tripothitos Beta Code: tripo/qhtos

English (LSJ)

Dor. -ᾱτος (s. v. l.), ον,

   A thrice (i. e. much) longed for, ὦ τριπόθατε Bion 1.58, cf. Mosch.3.51; εἶαρ τ. Bion Fr.15.15; τ. Ἄδωνις Hymn. ap. Hippol.Haer.5.9; also in late Prose, as Luc.Hist.Conscr. 31, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόθητος: Δωρ. -ᾱτος, ον, ὁ τρὶς (δηλ. πολὺ) ποθητός, ἐπιθυμητός, ὦ τριπόθατε Βίων 1. 58, Μόσχ. 3. 51· εἶαρ τρ. Βίων 3 (6)· 15· τρ. Ἄδωνις Ὕμν. παρ’ Ἱππολ. (Ὠριγέν.) 5. 9· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστο. Συγγρ. 31, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois désiré.
Étymologie: τρίς, ποθέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπόθητος, -ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, -ον, Α
πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων
γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.)
μσν.
1. εκείνος τον οποίο αξίζει να ποθεί κάποιος, ο αξιαγάπητος («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)
2. (για νεκρό) ο πολυαγαπημένος, ο αλησμόνητος («τὸ τριπόθητον ὄνομα Παμφίλου», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που αναμένεται με ανυπομονησία, του οποίου τον ερχομό με χαρά αναμένει κανείς («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.).
επίρρ...
τριποθήτως Μ
1. με έντονο πόθο
2. με μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ποθητός (< ποθῶ)].

Greek Monotonic

τρῐπόθητος: Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, τρεις φορές (δηλ. πολύ) ποθητός, εξαιρετικά επιθυμητός, σε Βίωνα, Μόσχ.