ὑπάτη: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(43)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ενν. [[χορδή]]) η μεγαλύτερη σε [[μήκος]] ή η υψηλότερη [[χορδή]] της λύρας, [[αλλά]] και η κατώτατη ως [[προς]] την [[οξύτητα]] του τόνου από τις [[τρεις]] χορδές που αποτελούσαν την ελληνική [[μουσική]] [[κλίμακα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[ὑπάτη]] ([[χορδή]]) του επιθ. [[ὕπατος]].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ενν. [[χορδή]]) η μεγαλύτερη σε [[μήκος]] ή η υψηλότερη [[χορδή]] της λύρας, [[αλλά]] και η κατώτατη ως [[προς]] την [[οξύτητα]] του τόνου από τις [[τρεις]] χορδές που αποτελούσαν την ελληνική [[μουσική]] [[κλίμακα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[ὑπάτη]] ([[χορδή]]) του επιθ. [[ὕπατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπάτη:''' (ενν. [[χορδή]]), ἡ, η χαμηλότερη [[νότα]] των τριών που αποτελούσαν την ελληνική [[μουσική]] [[κλίμακα]] (βλ. [[μέση]], [[νεάτη]]), σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτη Medium diacritics: ὑπάτη Low diacritics: υπάτη Capitals: ΥΠΑΤΗ
Transliteration A: hypátē Transliteration B: hypatē Transliteration C: ypati Beta Code: u(pa/th

English (LSJ)

(sc. χορδή), ἡ,

   A the highest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. νεάτη, μέση), but the lowest in pitch, Philol.6, Pl.R.443d, etc.; αἱ ὑπάται the highest tetrachord, Anon.Oxy.667.16; τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν raising of pitch from the low notes, Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.Harm.11; ὑπάτη ὑπατῶν ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.Harm.4).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ μῆκος) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε μέση, νεάτη), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. παρυπάτη, καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, ἔνθα ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde, la plus basse.
Étymologie: ὕπατος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ενν. χορδή) η μεγαλύτερη σε μήκος ή η υψηλότερη χορδή της λύρας, αλλά και η κατώτατη ως προς την οξύτητα του τόνου από τις τρεις χορδές που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ὑπάτη (χορδή) του επιθ. ὕπατος.

Greek Monotonic

ὑπάτη: (ενν. χορδή), ἡ, η χαμηλότερη νότα των τριών που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα (βλ. μέση, νεάτη), σε Πλάτ.