τρόχις: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που βιάζεται [[καθώς]] τρέχει, που τρέχει [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αγγελιαφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τροχ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόπ</i>-<i>ις</i>: [[τρέπω]], <i>τρόφ</i>-<i>ις</i>: [[τρέφω]])].
|mltxt=-ιος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που βιάζεται [[καθώς]] τρέχει, που τρέχει [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αγγελιαφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τροχ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόπ</i>-<i>ις</i>: [[τρέπω]], <i>τρόφ</i>-<i>ις</i>: [[τρέφω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρόχις:''' ὁ ([[τρέχω]]), [[δρομέας]], [[αγγελιοφόρος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόχις Medium diacritics: τρόχις Low diacritics: τρόχις Capitals: ΤΡΟΧΙΣ
Transliteration A: tróchis Transliteration B: trochis Transliteration C: trochis Beta Code: tro/xis

English (LSJ)

ὁ,

   A courier, messenger, acc. τρόχιν A.Pr.941, S.Inach. in PTeb.692 ii 6 (troch.), Opp.H.2.634 (v.l. τρόφιν).

German (Pape)

[Seite 1154] ὁ, der Läufer, Bote, Diener; Aesch. Prom. 943; Schol. Lycophr. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τρόχις: ὁ, ὁ τρέχων, ἄγγελος, ἀγγελιαφόρος, εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν Αἰσχύλ. Πρ. 941.

French (Bailly abrégé)

ιος ou εως (ὁ) :
coureur ; messager.
Étymologie: τρέχω.

Greek Monolingual

-ιος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που βιάζεται καθώς τρέχει, που τρέχει γρήγορα
2. (κατ' επέκτ.) αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ις (πρβλ. τρόπ-ις: τρέπω, τρόφ-ις: τρέφω)].

Greek Monotonic

τρόχις: ὁ (τρέχω), δρομέας, αγγελιοφόρος, σε Αισχύλ.