λιγύμυθος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιγύμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με [[ευκρίνεια]] και [[καθαρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]].
|mltxt=[[λιγύμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με [[ευκρίνεια]] και [[καθαρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐγύμῡθος:''' -ον, αυτός που μιλάει ξεκάθαρα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠμῡθος Medium diacritics: λιγύμυθος Low diacritics: λιγύμυθος Capitals: ΛΙΓΥΜΥΘΟΣ
Transliteration A: ligýmythos Transliteration B: ligymythos Transliteration C: ligymythos Beta Code: ligu/muqos

English (LSJ)

ον,

   A clearspeaking, AP7.343.

German (Pape)

[Seite 43] hell, laut redend, v. l. für λιγύμοχθος u. λιγύθυμος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύμῡθος: -ον, εὐκρινῶς ὁμιλῶν, Ἀνθ. Π. 7. 343.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle clairement.
Étymologie: λιγύς, μῦθος.

Greek Monolingual

λιγύμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ευκρίνεια και καθαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μῦθος.

Greek Monotonic

λῐγύμῡθος: -ον, αυτός που μιλάει ξεκάθαρα, σε Ανθ.