ῥυσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
(36)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[ῥυτιάζω]] Α [[ῥύσιον]] / [[ῥύτιον]]]<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτι]] με τη βία, [[αρπάζω]] [[κάτι]] ως [[λάφυρο]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[διαρπάζω]] («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥυσιάζομαι</i><br />(στη [[Ρώμη]] σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία<br /><b>4.</b> (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) <i>ῥυσιάζεσθαι</i><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἐνεχυριάζειν».
|mltxt=και δωρ. τ. [[ῥυτιάζω]] Α [[ῥύσιον]] / [[ῥύτιον]]]<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτι]] με τη βία, [[αρπάζω]] [[κάτι]] ως [[λάφυρο]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[διαρπάζω]] («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥυσιάζομαι</i><br />(στη [[Ρώμη]] σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία<br /><b>4.</b> (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) <i>ῥυσιάζεσθαι</i><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἐνεχυριάζειν».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῡσῐάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[ῥύσιον]]), [[αρπάζω]] ως [[λάφυρο]], [[σύρω]] με [[βία]], [[αποσπώ]], σε Ευρ. — Παθ., σέρνομαι [[βιαίως]] [[μακριά]], αρπάζομαι, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσῐάζω Medium diacritics: ῥυσιάζω Low diacritics: ρυσιάζω Capitals: ΡΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: rhysiázō Transliteration B: rhysiazō Transliteration C: rysiazo Beta Code: r(usia/zw

English (LSJ)

Dor. ῥῡτιάζω IG42(1).77.11,al. (Epid., ii B.C.):—

   A treat as a ῥύσιον, seize, distrain upon, οὐ ῥυσιάζω, τἀμὰ δ' εὑρίσκω φίλα E.Ion 523, cf. SIG629.20 (Delph., ii B.C.), al., Ph.1.638; of plundering a city as reprisal for stolen property, τὴν πόλιν D.S.8.7:—Pass., to be so treated, A.Supp.424 (lyr.), E.Ion1406, IGl.c.; τί ῥυσιασθείς; robbed of what? cj. in E.Heracl.163; of debtors at Rome, Plu.Cor.5: metaph., ψευδόδειπνα . . μαργώσης γνάθου ἐρρυσιάσθη cj. in A.Fr. 258.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσῐάζω: μέλλ. -άσω, (ῥύσιον) ἁρπάζω ὡς λάφυρον, μετὰ βίας σύρω, ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) διαρπάζω, τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. ῥύσια.

French (Bailly abrégé)

1 enlever de force, arracher;
2 prendre et retenir en gage ; Pass. être pris comme gage.
Étymologie: ῥύσιον.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α ῥύσιον / ῥύτιον]
1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ
2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.)
3. παθ. ῥυσιάζομαι
(στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία
4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) ῥυσιάζεσθαι
(κατά τον Φώτ.) «ἐνεχυριάζειν».

Greek Monotonic

ῥῡσῐάζω: μέλ. -άσω (ῥύσιον), αρπάζω ως λάφυρο, σύρω με βία, αποσπώ, σε Ευρ. — Παθ., σέρνομαι βιαίως μακριά, αρπάζομαι, στον ίδ.