ἐπιπαρασκευάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπαρασκευάζομαι]] (Α)<br />[[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] [[κάτι]] επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.
|mltxt=[[ἐπιπαρασκευάζομαι]] (Α)<br />[[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] [[κάτι]] επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' Μέσ., [[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Medium diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Low diacritics: επιπαρασκευάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiparaskeuázomai Transliteration B: epiparaskeuazomai Transliteration C: epiparaskevazomai Beta Code: e)piparaskeua/zomai

English (LSJ)

   A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιπαρασκευάζομαι (Α)
παρασκευάζω, προμηθεύω κάτι επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

ἐπιπαρασκευάζομαι: Μέσ., παρασκευάζω, προμηθεύω για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.