Ὀζόλαι: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ὀζόλαι]], oἱ (Α)<br />[[φυλή]] τών Λοκρών που ονομάστηκε [[έτσι]], [[πιθανώς]] λόγω της πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην [[περιοχή]] τους ή [[επειδή]] ζούσαν [[μαζί]] με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄζω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ολ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Άργος</i>: <i>Αργόλᾱς</i>: <i>Αργολίς</i>)].
|mltxt=[[Ὀζόλαι]], oἱ (Α)<br />[[φυλή]] τών Λοκρών που ονομάστηκε [[έτσι]], [[πιθανώς]] λόγω της πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην [[περιοχή]] τους ή [[επειδή]] ζούσαν [[μαζί]] με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄζω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ολ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Άργος</i>: <i>Αργόλᾱς</i>: <i>Αργολίς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὀζόλαι:''' οἱ, [[φυλή]] των Λοκρών, πιθ. η [[ονομασία]] τους να προέρχεται από τις θειούχες πηγές της περιοχής τους, που ανέδιδαν ισχυρή [[οσμή]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀζόλαι Medium diacritics: Ὀζόλαι Low diacritics: Οζόλαι Capitals: ΟΖΟΛΑΙ
Transliteration A: Ozólai Transliteration B: Ozolai Transliteration C: Ozolai Beta Code: *)ozo/lai

English (LSJ)

οἱ,

   A the Ozolae, a tribe of the Locrians, Hdt.8.32 ; perh. from the strong-smelling sulphur-springs in their country, Str.9.4.8, cf. Antig.Mir.117(129); or from their wearing goat-skins, Plu.2.294f.    II Ὀζολίς (sc. γῆ), ίδος, ἡ, their country, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀζόλαι: οἱ, φυλή τις τῶν Λοκρῶν, ἐκαλοῦντο δὲ Ὀζόλαι ἴσως ἐκ τῶν ἰσχυρῶς ἀποζουσῶν θειούχων πηγῶν τῆς χώρας αὐτῶν, Στράβ. 427, πρβλ. Ἀντίγρ. Καρ. 129˙ ἢ ἐπειδὴ ἐφόρουν αἴγεια δέρματα καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνέζων μετ’ αἰπόλων καὶ ἐγίνοντο δυσώδεις, Πλούτ. 2. 294F˙ ἴδε Thirlw. Hist. of Gr. 1. 16. ΙΙ. Ὀζολίς, (ἐξυπ. γῆ), ίδος, ἡ χώρα αὐτῶν Στέφ. Β.

French (Bailly abrégé)

v. Λοκροί Ὀζόλαι.

Greek Monolingual

Ὀζόλαι, oἱ (Α)
φυλή τών Λοκρών που ονομάστηκε έτσι, πιθανώς λόγω της πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην περιοχή τους ή επειδή ζούσαν μαζί με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω + επίθημα -ολ- (πρβλ. Άργος: Αργόλᾱς: Αργολίς)].

Greek Monotonic

Ὀζόλαι: οἱ, φυλή των Λοκρών, πιθ. η ονομασία τους να προέρχεται από τις θειούχες πηγές της περιοχής τους, που ανέδιδαν ισχυρή οσμή, σε Στράβ.