ψάλμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[ψάλλω]]<br />[[μελωδία]] έγχορδου οργάνου. | |mltxt=τὸ, Α [[ψάλλω]]<br />[[μελωδία]] έγχορδου οργάνου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψάλμα:''' τό, [[μελωδία]] που παράγεται από έγχορδο όργανο, [[ψαλμός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A tune played on a stringed instrument, AP11.34 (Phld.), Max.Tyr.37.4.
German (Pape)
[Seite 1390] τό, das auf der Cither, dem Saiteninstrumente gespielte Tonstück, Philodem. 22 (XI, 34). – Bes. der Psalm, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ψάλμα: τό, μέλος παιζόμενον ἐπὶ ἐγχόρδου ὀργάνου, Ἀνθ. Παλατ. 11. 34.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
air joué sur un instrument à cordes, particul. sur la lyre.
Étymologie: ψάλλω.
Greek Monolingual
τὸ, Α ψάλλω
μελωδία έγχορδου οργάνου.
Greek Monotonic
ψάλμα: τό, μελωδία που παράγεται από έγχορδο όργανο, ψαλμός, σε Ανθ.