ψάλμα
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ψάλματος, τό, tune played on a stringed instrument, AP11.34 (Phld.), Max.Tyr.37.4.
German (Pape)
[Seite 1390] τό, das auf der Cither, dem Saiteninstrumente gespielte Tonstück, Philodem. 22 (XI, 34). – Bes. der Psalm, K. S.
French (Bailly abrégé)
ψάλματος (τό) :
air joué sur un instrument à cordes, particul. sur la lyre.
Étymologie: ψάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ψάλμα: ατος τό ψάλλω музыкальное произведение, песня (для струнного инструмента) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ψάλμα: τό, μέλος παιζόμενον ἐπὶ ἐγχόρδου ὀργάνου, Ἀνθ. Παλατ. 11. 34.
Greek Monolingual
τὸ, Α ψάλλω
μελωδία έγχορδου οργάνου.
Greek Monotonic
ψάλμα: τό, μελωδία που παράγεται από έγχορδο όργανο, ψαλμός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ψάλμα, ατος, τό,
a tune for a stringed instrument, Anth.